«Η τελευταία Νύχτα»* είναι το πρώτο μου διήγημα, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής και πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές: ύπαρξη διαλόγου, δύο πρωταγωνιστών και χρήση πρωτοπρόσωπης αφήγησης.
«Η Τελευταία Νύχτα»
Η άνεση της πολυθρόνας με αγκαλιάζει, ενώ τα μάτια μου χάνονται στο τοπίο έξω από το παράθυρο. Για αρκετή ώρα δεν ξέρω που πατάω και πού βρίσκομαι. Οι τοίχοι γύρω μου μοιάζουν αδιάφοροι, άψυχοι. Κοιτάζω το ρολόι. Είναι σαν να 'χει σταματήσει ο χρόνος. Κάθε δευτερόλεπτο μετράει, και όμως, τίποτα δεν αλλάζει. Στρέφω το πρόσωπο μου σε εκείνη. Στη Χριστίνα. Μοιάζει να βρίσκεται σε λήθαργο. Η αναπνοή της αργή. Τα χείλη της ακίνητα. Θυμάμαι όταν τα φίλαγα για πρώτη φορά. Ήταν σαν να είχα βρει το χαμένο μου κομμάτι. Προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που γελάσαμε μαζί, την τελευταία φορά που τα μάτια της έλαμπαν από χαρά.
Όμως τώρα ξέρω πως αύριο θα είναι μια άλλη μέρα. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Πρέπει να την αφήσω να φύγει. Σηκώνομαι αθόρυβα. Της χαϊδεύω τα μαλλιά και της ψιθυρίζω ένα τελευταίο "σ’ αγαπώ". Δεν ξέρω αν με ακούει. Κάνω ένα βήμα πίσω, έτοιμος να βγω από το δωμάτιο. Αλλά τότε, ξυπνάει.
«Ηλία!». Η φωνή της είναι σπασμένη. Ίσα που ακούγεται. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω της. «Μη φεύγεις.» Νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται. Κάθομαι ξανά δίπλα της και της κρατάω το χέρι. «Δεν πάω πουθενά.» Με κοιτάζει. Με ξέρει καλά, όσο κι αν προσπαθώ να κρύψω τι νιώθω. Κάτι μου ψιθυρίζει. Της γνέφω.
Ξέρουμε και οι δύο. Σε λίγες ώρες όλα θα έχουν τελειώσει. Δεν υπάρχουν ψέματα ανάμεσά μας. Δεν υπάρχουν περιττές κουβέντες. Μόνο το βάρος της τελευταίας νύχτας που μας κρατά δεμένους, σαν να μπορούσαμε να σταματήσουμε τον χρόνο μόνο με το βλέμμα μας.
Πάντα ήθελα να είμαι ελεύθερος, να κάνω ό,τι θέλω, χωρίς κανόνες και περιορισμούς. Ζούσα χωρίς σκέψεις, χωρίς ευθύνες. Δεν ήμουν ποτέ καλός στο να δείχνω τα συναισθήματά μου. Ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί για να με μάθει να αγαπάω, η μάνα μου πάλευε μόνη της, και εγώ... εγώ έμαθα να κρατάω τα πάντα μέσα μου.
Από μικρός, ήμουν ατίθασος, ανυπόμονος και παρορμητικός. Είχα μάθει να ζω με αυτό, να μην απαιτώ τίποτα, να μην θέλω κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω. Στο σχολείο δεν ήμουν από τους επιμελής μαθητές. Τα βιβλία και οι τύποι δεν με ενέπνευσαν ποτέ. Από το γυμνάσιο παρέα με τους φίλους μου ξεκίνησα τις κοπάνες. Προτιμούσα τα κρυφά τσιγάρα στις τουαλέτες και τις βόλτες με τους κολλητούς. Ήταν μια αντίδραση.
Τα καλοκαίρια, τα έβγαζα πέρα με μικροδουλειές. Τα λεφτά που έβγαζα τα έβαζα στην άκρη για να αγοράσω κάποια στιγμή τη μηχανή μου, μια Indian Chieftain Darkhorse. Και όταν την απέκτησα, ήταν η ελευθερία μου. Καθόμουν πάνω της και ένιωθα σαν να μπορώ να κατακτήσω τον κόσμο. Η Ρόδος, το νησί μου, απλωνόταν μπροστά μου, ένα απέραντο πεδίο για περιπέτειες. Ήταν ο τρόπος μου να ξεφεύγω, να ξεχνάω τα προβλήματα, να είμαι απλά εγώ.
Οι γυναίκες πάλι, για μένα, ήταν ένα παιχνίδι, μια κατάκτηση. Δεν πίστευα στην αγάπη, τουλάχιστον όχι με την έννοια που της έδιναν οι άλλοι. Ήταν απλά μια βιολογική ανάγκη, κάτι που ικανοποιούσαμε και μετά προχωρούσαμε παρακάτω. Ήμουν από τους ανθρώπους, που του άρεσε το εφήμερο. Δεν είχα μάθει να δίνομαι ολοκληρωτικά. Όλα ήταν ένα παιχνίδι, μια περιπέτεια. Ταξίδια, γυναίκες, μηχανές... έτσι έβλεπα τη ζωή. Ο πρώτος μου γάμος ήταν βιαστικός, αποτέλεσμα νεανικής παρόρμησης. Από εκείνην την σχέση όμως απέκτησα κάτι πολύτιμο, την κόρη μου. Με τη μητέρα της χώρισα σύντομα, και η σχέση μας περιορίστηκε σε τυπικές συναντήσεις.
Ώσπου συνάντησα τη Χριστίνα, ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα. Έπινε τον καφέ της σε γνωστή παραθαλάσσια καφετέρια, κρατώντας στα χέρια της ένα τσιγάρο μάρκας Old Holborn. Όταν τη γνώρισα, κάτι μέσα μου άλλαξε. Δεν ήξερα τι ήταν, ούτε αν ήθελα να το παραδεχτώ. Εκείνη, ήταν ήρεμη, σοφή, με ένα βάθος που δεν είχα συναντήσει ποτέ ξανά. Κάπου μέσα μου, ένιωθα ότι δεν της άξιζα. Ήμουν πολύ διαφορετικός από αυτό που ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, με αγάπησε. Πίστεψα πως ίσως να μπορούσα να αγαπήσω αλλιώς, με περισσότερο βάθος. Με την ηρεμία και την καλοσύνη της, κατάφερε να μου δείξει μια άλλη πλευρά της ζωής. Μια πλευρά που δεν ήξερα ότι υπήρχε.
Η Χριστίνα είχε κάτι από την αρχή που με τράβηξε. Δεν ήταν μόνο τα γαλαζοπράσινα μάτια της ή το χαμόγελό της που μου έκοβαν την ανάσα. Ήταν η δύναμή της, το γεγονός ότι ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Εκείνη την εποχή, δεν ήξερα αν ήθελα να μπλέξω με κάτι τόσο έντονο, αλλά δεν μπορούσα να το αποφύγω. Για πρώτη φορά, ένιωσα να χάνω τον έλεγχο. Και εκεί, βρήκα κάτι σταθερό.
Από τους πρώτους μήνες της σχέσης μας, μείναμε μαζί, στο σπίτι της. Όταν μπήκα για πρώτη φορά στο σπίτι της, ένιωσα σαν να είχα μπει σε έναν άλλο κόσμο. Τα πάντα μύριζαν βιβλία και καφέ. Τα ράφια της βιβλιοθήκης ήταν γεμάτα με βιβλία κάθε είδους, από κλασικά μέχρι σύγχρονα μυθιστορήματα αλλά και κορνίζες με τα ανίψια της και την οικογένεια της. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με παζλ, δουλειά δικών της χεριών. Ήταν σαν να ζούσε σε έναν κόσμο φτιαγμένο από τα όνειρά της.
Η Χριστίνα είχε μια ενέργεια που με γοήτευε. Ήταν δημιουργική, ευαίσθητη και με ένα χιούμορ που με έκανε να γελάω. Μου έδειχνε τον κόσμο με άλλα μάτια. Με έμαθε να εκτιμώ τα μικρά πράγματα, την ομορφιά που κρύβεται στις λεπτομέρειες. Το σπίτι μας έγινε το καταφύγιο μας.
Θυμάμαι τα βράδια που καθόμασταν στον καναπέ, εκείνη βυθισμένη στον κόσμο των βιβλίων της κι εγώ να παρακολουθώ αθλητικές εκπομπές. Πολλές φορές, για να της τραβήξω την προσοχή, έβαζα στη διαπασών δίσκο των Black Sabbath. Ήταν το δικό μου παιχνίδι, μια προσπάθεια να την κάνω να μου χαμογελάσει, να με κοιτάξει με εκείνο το βλέμμα που με έκανε να νιώθω σαν έφηβος ξανά.
Κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα ο πιο τυχερός άντρας στον κόσμο. Δεν ήξερα πώς να κρατήσω τη ζωή μας σταθερή όσο εκείνη, αλλά ήθελα να τη βλέπω ευτυχισμένη. Ήταν σε ένα από αυτά τα βράδια που μιλήσαμε για γάμο. Εγώ, ο αιώνιος περιπλανώμενος, και εκείνη, η δυναμική και δραστήρια γυναίκα. Μια παράξενη αντίθεση που, όμως, λειτουργούσε. Ήταν σαν ένα παζλ που τα κομμάτια του ταιριάζουν τέλεια. Ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να δεσμευτώ, να δημιουργήσω κάτι που θα κρατήσει για πάντα.
Και ίσως έκανα λάθη στην πορεία.
Ακόμα και τώρα, που η γυναίκα μου κοιμάται στο κρεβάτι, εγώ σκέφτομαι μια άλλη γυναίκα. Εκείνη που μου πρόσφερε διαφυγή, έστω και προσωρινή. Δεν ήταν έρωτας – όχι όπως με τη Χριστίνα. Ήταν μια έξοδος από την ασφυκτική πραγματικότητα του γάμου. Και αυτό είναι το πιο βαρύ μου μυστικό. Δεν υπάρχει σωτηρία σε αυτές τις σκέψεις. Δεν υπάρχει λύτρωση. Μόνο η αμείλικτη αλήθεια του εαυτού μου, που μου ψιθυρίζει πως ποτέ δεν υπήρξα αρκετά δυνατός. Και τώρα, που πλησιάζει η τελευταία νύχτα, δεν είμαι σίγουρος αν θρηνώ για την Χριστίνα ή για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν να ήταν χθες. Έναν χρόνο πριν ακριβώς, όταν το άκουσα, ένιωσα το έδαφος να χάνεται από τα πόδια μου. «Καρκίνος του πνεύμονα», είπαν οι γιατροί. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Ξαφνικά η ζωή μας είχε γίνει απλά μια μάχη – για την επιβίωση, για την καθημερινότητα. Όταν με κοίταξε η Χριστίνα και μου είπε ότι θα τον νικήσει, ήξερα ότι είχε ήδη πάρει την απόφαση να παλέψει μέχρι τέλους. Οι πρώτες μέρες ήταν μια θολούρα. Οι επισκέψεις στους γιατρούς, οι εξετάσεις, τα φάρμακα, οι χημειοθεραπείες.
Η ασθένεια όμως δεν σταμάτησε εκεί. Μεταστάσεις στα οστά, πόνοι αφόρητοι που την κρατούσαν ξύπνια τις νύχτες. Η Χριστίνα μεταμορφώθηκε σε μια σκιά του εαυτού της. Τα μαλλιά της έπεφταν σιγά σιγά, σαν πέταλα από ένα μαραμένο λουλούδι. Κάθε μέρα ήταν μια μάχη, μια μάχη που έδινε με αξιοπρέπεια. Και εγώ, δίπλα της, εδώ και τρείς μήνες, να νιώθω ανήμπορος. Ανίκανος.
Ήθελα να είμαι δυνατός για εκείνη, να της προσφέρω όλη μου την αγάπη και την υποστήριξη. Αλλά μέσα μου υπήρχε και ένας άλλος αγώνας, ένας αγώνας που έδινα μόνος μου. Και έτσι, βρήκα καταφύγιο σε ένα παλιό λάθος, μια παλιά συνήθεια. Ήταν σαν να προσπαθούσα να δραπετεύσω από την πραγματικότητα, έστω και για λίγο. Ήξερα ότι ήταν λάθος, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ.
Καθισμένος στην πολυθρόνα, κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ξέρω πλέον που βρίσκομαι. Σε μια ογκολογική κλινική που λειτουργεί σε ένα κτίριο με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, με ελλιπείς υποδομές και εξοπλισμό. Οι διαδρομές από το σπίτι στο νοσοκομείο και πίσω, έγιναν μια ρουτίνα που με εξαντλούσε. Σηκώνομαι αθόρυβα, έτοιμος να βγω από το δωμάτιο και τότε ακούω την Χριστίνα να με φωνάζει. «Ηλία!». «Μη φεύγεις». Την πλησιάζω και της λέω, «Δεν πάω πουθενά». «Θέλω να φύγω από εδώ. Πάμε σπίτι», μου ψιθυρίζει στο αυτί. Της γνέφω θετικά.
Ο δρόμος για το σπίτι ήταν μια διαδρομή χωρίς επιστροφή. Η Χριστίνα κοιμόταν ήσυχα, η αναπνοή της αργή και σταθερή. Την έβαλα στο κρεβάτι και κάθισα δίπλα της, όλη τη νύχτα. Όταν το πρώτο φως της αυγής άγγιξε το πρόσωπό της, ένιωσα μια παράξενη ηρεμία. Ήταν ελεύθερη. Και εγώ, αν και συντετριμμένος, ένιωθα μια αίσθηση ανακούφισης. Ήξερα ότι θα την ξαναδώ, σε ένα όνειρο, σε μια ανάμνηση.
Δέκα μέρες μετά, μάζεψα τα πράγματα της Χριστίνας, τα παρέδωσα στη μητέρα της και επέστρεψα σπίτι. Η Νάσια με περίμενε στην πόρτα. Η σκέψη ότι ξεκινάμε μια νέα ζωή μαζί με έκανε να νιώσω παράδοξο μίγμα ανακούφισης και ενοχής. Ήταν σαν να προσπαθούσα να χτίσω κάτι καινούριο πάνω στα ερείπια του παρελθόντος.
* «Η τελευταία Νύχτα» σηματοδοτεί το τέλος μιας σχέσης, ενός κοινού βίου. Είναι μια νύχτα γεμάτη αναμνήσεις, αποχαιρετισμούς και αποδοχή του αναπόφευκτου. Συνολικά, ο τίτλος "Η Τελευταία Νύχτα" είναι φορτισμένος με συναισθήματα και συμβολισμούς.