Γράφει ο Κωνσταντίνος Ανυφαντής (συγγραφέας)
Γεννήθηκα πριν πολλά χρόνια, ούτε καν εγώ θυμάμαι πότε. Ίσως να ήταν δεκαετίες, ίσως και αιώνες. Ένα σπυράκι, ένας τόσος δα μικρός σπόρος ήταν η αρχή μου, που έφυγε βιαστικά από το ράμφος ενός περιστεριού. Ήμουν τυχερός όμως δε χάθηκα, έπεσα στη γόνιμη Αττική γη, κάπου εκεί κοντά στην θάλασσα. Εκεί πέταξα τα πρώτα φύλλα, εκεί δυνάμωσα και άρχισα να μεγαλώνω, να θεριεύω.
Είχα παρέα μου κάθε μέρα τη θάλασσα, με αποκοίμιζε το κύμα της, εκεί στο λοφάκι δίπλα της. Τα χρόνια πέρασαν, έγινα πιο δυνατός, πιο μεγάλος. Μεγάλωσαν τα κλαδιά μου, θέριεψε ο κορμός μου. Κάθε πρωί με ξυπνούσε το φλύαρο αλλά χαρούμενο τιτίβισμα των πουλιών και τα γέλια των παιδιών που έπαιζαν κάτω από τις ρίζες μου. Δεν έφερα αντίρρηση στις καρδιές αιώνιας αγάπης που χάραξαν ερωτευμένα ζευγάρια στον κορμό μου. Χαιρόμουν με την ευτυχία τους, ζούσα τις χαρές τους.
Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Αντί για χαρούμενα τιτιβίσματα και παιδιά να κλαίνε, ένιωσα την θέρμη από τις γλώσσες της φωτιάς να πλησιάζουν. Ένιωσα την αγωνία όλων αυτών των ψυχών, που βρέθηκαν στον κορμό μου. Ήξερα πως εγώ δεν έχω ελπίδα, όρθιος θα ξεψυχούσα από της αδηφάγες φλόγες. Όλα όμως αυτά τα υπέροχα πλάσματα που με συντρόφευαν στη ζωή μου έπρεπε να ζήσουν. Έκανα μια τελευταία κίνηση όχι για να λικνιστώ στον άνεμο αλλά για να δώσω ζωή, όπως τόσα χρόνια έδινα το οξυγόνο μου.
Ένας δυνατός πόνος έσκισε το κορμί μου και έπεσα στην φίλη μου τη θάλασσα που με αγκάλιασε με τα γαλάζια της νερά. Τώρα είχα γίνει πια γέφυρα σωτηρίας. Λίγο πριν σβήσω για πάντα, πρόλαβα να δω τους ανθρώπους να σκαρφαλώνουν πάνω μου και να βουτάνε στη θάλασσα. Είδα αγκαλιές και χαμόγελα ελπίδας. Μετά όλα σκοτείνιασαν. Ήμουν το δέντρο, ο παντοτινός σου φίλος!!!
Σοκ. Τι διήγημα ήταν αυτό; Πολύ δυνατό και έντονα συναισθηματικό!!
ΑπάντησηΔιαγραφή