Ο Γρηγόρης Αζαριάδης, μας πρωτοσυστήθηκε το 2012 μέσα από τη πρώτη του συγγραφική απόπειρα, στο αστυνομικό βιβλίο με τίτλο «Παλιοί Λογαριασμοί». Οι αναγνώστες και λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας τον ξέρουν καλά και τον έχουν διαβάσει, χαρακτηρίζοντας τον ως έναν από τους καλύτερους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. To 2013, κυκλοφορεί το δεύτερο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου». Δύο χρονιά μετά, το 2015 επιστρέφει με το τρίτο αστυνομικό βιβλίο με τίτλο «Το Μοτίβο του δολοφόνου», ένα βιβλίο που έλαβε θετικές κριτικές και γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό, κυρίως από τους φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας ξεχώρισαν, στήριξαν και αγάπησαν «Το Μοτίβο του δολοφόνου». Τα βιβλία του Γρηγόρη Αζαριάδη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ.
Με αφορμή την ολοκλήρωση του τέταρτου μυθιστορήματος του αλλά και την επικοινωνία που έχω εδώ και καιρό, με τον συγγραφέα, του έθεσα τις παρακάτω ερωτήσεις. Με την ευκαιρία, να τον ευχαριστήσω για τη παρακάτω συνέντευξη που μου παραχώρησε.
1. Ποιος είναι ο Γρηγόρης Αζαριάδης και με τι ασχολείται;
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι ένας συνταξιούχος 66 χρόνων, που τα τελευταία πέντε χρόνια ασχολείται με την ανάγνωση πολυάριθμων αστυνομικών μυθιστορημάτων (όπως έκανε πάντα άλλωστε), την συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων και την κριτική / παρουσίαση αστυνομικών μυθιστορημάτων σε βιβλιοφιλικά (και όχι μόνο) sites.
2. Ποια ήταν η αφορμή ή το έναυσμα για να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Πολύ καλή ερώτηση με κοινωνικό υπόβαθρο ... Το 2010 έμεινα άνεργος. Η πρώτη σκέψη μου ήταν μιά καταθλιπτική αυτοκτονία. Η δεύτερη να αναζητήσω ένα τρόπο να διοχετεύσω την ενέργεια και την δημιουργικότητα που ένοιωθα ότι είχα ακόμη. Ανέσυρα λοιπόν ένα μυθιστόρημα, που είχα γράψει το 1977-79. Τους «Παλιούς λογαριασμούς». Το οποίο και «επικαιροποίησα».
3. Πως πήρατε την απόφαση να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο και πώς αισθανθήκατε όταν το πήρατε στα χέρια σας και το είδατε πλέον τυπωμένο;
Όταν έδειξα τους «Παλιούς λογαριασμούς» στον εκδότη και παλιό φίλο Σαμη Γαβριηλίδη, δεν είχα καμιά ιδέα σε τι λούκι έμπαινα. Όμως η επιμονή του με έπεισε ότι έπρεπε να βγούμε στην αγορά. Εμπιστεύτηκα την κρίση του, ακολούθησα τις οδηγίες του και ω του θαύματος, το ομώνυμο μυθιστόρημα εκδόθηκε τα Χριστούγεννα του 2012. Όταν το πήρα στα χέρια μου, ένοιωσα μιά απίστευτη χαρά. Και ικανοποίηση. Από την μιά μεριά, δεν θεώρησα ποτέ ότι η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι μιά τρομερή διαδικασία, που λίγοι μόνο μπορεί να τα καταφέρουν. Από την άλλη, πιστεύω ότι το να εκτεθείς δημόσια με ένα γραπτό σου, είναι μιά σκληρή και επίπονη προσπάθεια, που δεν μπορούν πολλοί να φέρουν σε πέρας.
4. Πόσο καιρό σας παίρνει η ολοκλήρωση ενός βιβλίου;
Συνήθως ένα χρόνο. Εξαίρεση αποτέλεσε το «Μοτίβο του δολοφόνου». Χρειάστηκαν δυό ολόκληρα χρόνια, βασικά λόγω της εκτεταμένης αναλυτικής έρευνας με τους ανθρώπους που πάντα με βοηθούν (αστυνομικούς, ψυχολόγους, ιατροδικαστές, εγκληματολόγους κλπ) γιά να διαμορφωθεί ένα πειστικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο προφίλ του serial killer). Επίσης, το επόμενο μυθιστόρημα μου χρειάστηκε κάτι λιγότερο. Περίπου οχτώ μήνες.
5. Όταν τελειώνετε ένα βιβλίο σας ποιος/ά το διαβάζει πρώτος;
Στα τρία πρώτα μυθιστορήματα μου, οι πρώτες αναγνώσεις έγιναν από την σύζυγο μου, Νίτσα Βραχνίδου και την φίλη Μαρίνα Ακτύπη. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η κριτική τους ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Γιά το επόμενο άνοιξα λίγο τον κύκλο των «αναγνωστών», συμπεριλαμβάνοντας τους νεαρούς φίλους και εξαίρετους συγγραφείς Βαγγέλη Γιαννίση και Δημήτρη Σίμο, καθώς και τις αξιολογότατες κριτικούς Κέλλυ Κριτικού και Ιωάννα Πετρίδη.
6. Ποιες οι αντιδράσεις από την οικογένεια σας και τα αγαπημένα σας πρόσωπα όταν έμαθαν ότι θα εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο;
Έκπληξη. Χαρά. Ικανοποίηση. Και απόλυτη στήριξη. Ίσως η γυναίκα μου και τα παιδιά μου πίστευαν περισσότερο από εμένα στις δημιουργικές μου ικανότητες και την διεστραμμένη φαντασία.
7. Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το αστυνομικό μυθιστόρημα; Επηρεαστήκατε από κάπου;
Όταν διαβάζεις αστυνομικά τα τελευταία 40 χρόνια, με τι άλλο μπορείς να ασχοληθείς ; Ξεκίνησα από πολύ μικρός με Χάμμετ και Τσάντλερ και ρούφηξα μέχρι το μεδούλι την ιστορική «ΜΑΣΚΑ» στην εποχή του μαίτρ Τζίμυ Κορίνη. Και μετά τα πάντα ...Hard boiled, neo polar, νουάρ, μέχρι την σύγχρονη Σκανδιναβική σχολή. Τα πάντα. Οπότε όλες οι παραστάσεις μέσαστον εγκέφαλο μου είχαν επίκεντρο το αστυνομικό μυθιστόρημα.
8. «Το Μοτίβο του Δολοφόνου» είναι το τρίτο βιβλίο σας, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, και είχε μάλιστα μεγάλη ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό. Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο και πως προέκυψε ο τίτλος;
Το κίνητρο γιά την συγγραφή του «Μοτίβου του δολοφόνου» ήταν η πρόθεση μου να συνδυάσω ένα Βορειευρωπαικό θέμα με μιά Ελληνική γραφή. Η παρουσία πράγματι serial killers στην χώρα μας είναι περιορισμένη. Από τους Γερμανούς Ντουφτ και Μπασενάουερ (την εποχή της Χούντας) μέχρι τον Δαγκλή, τον Μπέσκο και τον παραγνωρισμένο Βακρινό. Όμως, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ένα παρόμοιο ενδεχόμενο στην κοινωνία μας. Ο τρόπος όμως αντιμετώπισης του είναι καθαρά αντιπροσωπευτικός της Ελληνική Αστυνομίας. Αν, παρ’ελπίδα, εμφανιστεί Έλληνας κατ’εξακολούθηση δολοφόνος, κάπως έτσι θα αντιμετωπιστεί.
Ιδιαίτερο ρόλο βέβαια έπαιξε η βοήθεια από τους φίλους μου στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά ζωής και η έρευνα στα σημαντικότατα θεωρητικά κομμάτια από τους πρωτοπόρους του FBI Ρέσσλερ και Ντάγκλας (βλέπε Criminal minds). Όσο γιά τον τίτλο ...Ήταν η πλησιέστερη απόδοση στα Ελληνικά του περίφημου modus operandi…
9. Τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει αξιόλογα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα και έχουν σημειωθεί αρκετές πωλήσεις σε αυτά. Τελικά η Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία μπορεί να αναμετρηθεί με την Ξένη;
Δεν μπορώ να προσδιορίσω τον όρο «αν μπορεί να αναμετρηθεί». Ειλικρινά. Εκείνο όμως που γνωρίζω είναι ότι υπάρχει μιά σημαντική γενιά νέων Ελλήνων συγγραφέων, που έχει βάλει στέρεα θεμέλια γιά να δημιουργηθεί μιά ουσιαστική Ελληνική σχολή αστυνομικών συγγραφέων. Αυτό είναι και το πρώτο ζητούμενο. Να αποκτήσουμε μιά συγκεκριμένη ταυτότητα. Ονόματα συναδέλφων ; Πολλά. Ας αναφέρω μερικά ...Μαμαλούκας, Γκόλτσος, Παπαδημητρίου, Γιαννίσης, Σίμος, Χουσνή. Και πολλά ακόμη.
Τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν, αν και το βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σε αυτή την φάση δείχνουν αξεπέραστα. Και πιό συγκεκριμένα, η γλώσσα μας που απευθύνεται σε πολύ περιορισμένο κοινό και η αδυναμία επένδυσης από τους Έλληνες εκδότες στον τομέα του μάρκετινγκ και της προώθησης γενικότερα.
10. Η συγγραφή νέου βιβλίου είναι στα άμεσα σχέδια σας;
Όπως σας αποκάλυψα το 4ο μυθιστόρημα μου είναι σχεδόν έτοιμο. Στην φάση των τελικών διορθώσεων. Πρώτα ο Θεός, η έκδοση του προγραμματίζεται γιά την άνοιξη του 2018.
11. Σαν αναγνώστης ποιο είδος σας αρέσει να διαβάζετε;
Νομίζω ότι από τις προηγούμενες απαντήσεις μπορείτε εύκολα να συμπεράνετε ότι το αγαπημένο μου είδος ως αναγνώστης είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα. Όντας βαθειά επηρεασμένος από το neo polar, μπορώ να πω ότι το αγαπημένο μου αστυνομικό μυθιστόρημα είναι εκείνο όπου ο συγγραφέας έχει σαφή και συγκεκριμένη θέση γιά τα τεκταινόμενα στην κοινωνία και δεν διστάζει να την αποκαλύψει μέσα από το κείμενο του. Δεν διανοούμαι στην εποχή μας με την ασφυκτική οικονομική κρίση και τα συνακόλουθα τρομακτικά κοινωνικά προβλήματα, ένας συγγραφέας όσο καλός κι αν είναι να σφυρίζει αδιάφορα. Τώρα το σε ποιό βαθμό θα θίξει τα «καυτά» κοινωνικά θέματα είναι σαφώς μιά πολύ προσωπική άποψη
12. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποια τα αγαπημένα σας βιβλία, είτε ελληνικής είτε ξένης λογοτεχνίας;
Φτάσαμε λοιπόν στην κλασική ερώτηση παγίδα ... Είναι αδύνατον σε μιά περιορισμένης έκτασης απάντηση να χωρέσουν τόσα ονόματα και τόσοι τίτλοι. Αναγκαστικά, θα περιοριστώ σε ονόματα. Ξένοι συγγραφείς οι Τσάντλερ και Χάμμετ (κορυφαίοι και πρωτοπόροι κατά την ταπεινή μου άποψη). Συμπληρώνω από Αμερική τον Ελλρόυ. Από το neo polar και τους επιγόνους κυριαρχεί ο Μανσέττ, ο Ιζζό κι ο Φαζαρντί. Μεσογειακή σχολή ο Μονταλμπάν. Από την υπερτιμημένη Σκανδιναβική σχολή, εκτιμώ ιδιαίτερα το δίδυμο των πρωτοπόρων Σγιέβαλ Βαλέε και από τους πιό σύγχρονους την τριάδα Μανκέλ, Νταλ και Λάρσσον.
Από την Ελληνική σκηνή ιδιαίτερη αναφορά στους παλιούς Μάρκαρη και Κορίνη, από την επόμενη γενιά στους Γκάκα, Αποστολίδη και Φιλίππου και από τους νεώτερους στους Μαμαλούκα, Μουζουράκη, Γκόλτσο, Γιαννίση, Σίμο και τις κυρίες Παπαδημητρίου και Χουσνή