Γράφει ο Λ.Λιάπης
Επιμέλεια: Νάκος Θ.Μ. Χρήστος, Κοινωνικός Λειτουργός, Ψυχιατρικό Τμήμα Ενηλίκων Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας
2 μ.μ.: Το καρότσι νοσηλείας πλησιάζει το θάλαμο 426. Δίκλινο. Ένας ασθενής μέσα. 12 χρονών. Αγόρι. Λευχαιμία. Δεύτερο σχήμα χ/ο. Οι παρενέργειες έχουν αρχίσει πια να εκδηλώνονται πιο συχνά. Ο Νοσηλευτής μπαίνει στο θάλαμο. Ο μικρός Α. απουσιάζει. Μόνο η μάνα στην καρέκλα σκυφτή. Σηκώνει το κεφάλι. Σηκώνει το χέρι και με δυσκολία δείχνει το μπάνιο.
-«Πάλι εμετοί»; ρωτάει ο Νοσηλευτής.
-«Όχι. Κλαίει.»
-«Γιατί; Του είπαν κάτι άσχημο οι γιατροί;»
-«Όχι παιδί μου», απαντά η μάνα. «Δεν είδες;»
-«Όχι, τι να δω;»
-«Να, πριν από λίγο, πέρασε από εδώ ένας κλόουν, μπήκε στο θάλαμο, είδε τον Α. κι έφυγε. Είχε κάνει λάθος όροφο.»
-«Μάλιστα. Και ο μικρός απογοητεύθηκε και τώρα κλαίει», είπε ο Νοσηλευτής με φωνή, που μόλις έβγαινε από μέσα του.
Η μάνα έγνεψε καταφατικά δακρυσμένη.
-«Και αύριο έχουμε το κρίσιμο χειρουργείο», είπε η μάνα με πνιχτή φωνή.
Σφίγγοντας τα δόντια, ο Νοσηλευτής εκτελεί τη νοσηλεία και βρίσκοντας μια δικαιολογία πηγαίνει στα αποδυτήρια.
6 μ.μ.: Θάλαμος 426. Ο μικρός Α. ξαπλωμένος, κοιτάζει το ταβάνι. Ακούει το καρότσι νοσηλείας να πλησιάζει. «Πάλι θα μου βάλουν νερό με τη σύριγγα από το ροζ κουμπάκι, σκέπτεται». «Και γιατί δε μου το δίνουν να το πιω να τελειώνουμε;»
Η πόρτα ανοίγει. Ο μικρός Α. γυρνά προς το μέρος του καροτσιού και βλέπει μια μεγάλη κόκκινη στρογγυλή μύτη πίσω από αυτό.
-«Συγγνώμη που άργησα», είπε ο κλόουν. «Μου είπαν, ότι είχα παρκάρει παράνομα το δελφίνι, που με έφερε.»
-«Ποιο δελφίνι;»
-«Αυτό», είπε ο κλόουν κι έφτιαξε ένα μπαλονένιο δελφίνι και το πρόσφερε στον μικρό Α..
Ο μικρός γέλασε για πρώτη φορά ύστερα από μήνες. Η μάνα του έκλαιγε γοερά στη γωνία. Γιατί ήξερε. Δεν υπήρχε κανένας επαγγελματίας κλόουν. Ο Νοσηλευτής ήταν.
8 μ.μ.: Η μάνα πηγαίνει στην αλλαγή. -«Πως θα σου ξεπληρώσω παιδί μου αυτό, που έκανες σήμερα;»
-«Δεν έκανα τίποτα εγώ. Όλα τα έκανε ο κλόουν. Αλλά... ναι, υπάρχει ένα πράγμα, που θα ήθελα να κάνετε για μένα.»
-«Τι παιδί μου;»
-«Όταν ο Α. βγει από δω όρθιος και γερός, θέλω να του πείτε ότι όταν τον τρύπησα για να του περάσω τον ορό, πόνεσα κι εγώ μαζί μ’ αυτόν. Δεν το έκανα επίτηδες, πείτε του, ούτε για να του κάνω κακό. Αυτό να του πείτε.»
Στη μάνα του μικρού όμως, φαίνεται να της λείπει μια εξήγηση…
-«Αλήθεια παιδί μου, γιατί επέλεξες να κάνεις αυτή τη δουλειά;»
Ο Νοσηλευτής προσπάθησε να απαντήσει. Δεν τα κατάφερε. Δεν έβγαινε λέξη. Μονάχα έδειξε τον μικρό Α., που χαμογελούσε, κρατώντας αγκαλιά το μπαλονένιο δελφίνι. Και, καθώς, ο ουρανός ντυνόταν με την επίσημη βραδινή του ενδυμασία, ο Νοσηλευτής με βήμα αργό, ταλαιπωρημένο, πήρε το δρόμο για το σπίτι.
Κανείς δε ξέρει και κανείς δε μπορεί να ανταμείψει τέτοιες πράξεις και τέτοια επαγγέλματα.Και κανένας δε θα μάθει ποτέ, πως αισθάνεται και πως ενεργεί ένας Νοσηλευτής. Όλοι όμως μαθαίνουν απ’ αυτόν, πώς να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Ή άπλα άνθρωποι.